- χλωρασιά
- και χλωρουσιά, η, Ν1. χλωρή τροφή ζώων2. (γενικά) χλόη, πρασινάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός, κατά τα ουσ. σε -α-σιά (πρβλ. χορτ-α-σιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωρασιά — η η χλωρή τροφή των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλωρουσιά — η, Ν βλ. χλωρασιά … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek